χορδή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χορδή | οι | χορδές |
γενική | της | χορδής | των | χορδών |
αιτιατική | τη | χορδή | τις | χορδές |
κλητική | χορδή | χορδές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χορδή < αρχαία ελληνική χορδή < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵʰer- (ποθώ, λαχταρώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χορδή θηλυκό
- σώμα με μορφή νήματος, από έντερο ή τένοντα ζώου ή μέταλλο, που τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και, όταν πάλλεται, παράγει ήχο: οι χορδές της κιθάρας
- η νευρά τόξου, δηλαδή το ελαστικό μέρος ενός όπλου με το οποίο εκτοξεύονται βέλη ή πέτρες (στη σφενδόνη) και που κατασκευαζόταν από έντερο ή νεύρο -τένοντα ζώου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | χορδή | χορδά | χορδαί |
Γενική | χορδῆς | χορδαῖν | χορδῶν |
Δοτική | χορδῇ | χορδαῖν | χορδαῖς |
Αιτιατική | χορδήν | χορδά | χορδάς |
Κλητική | χορδή | χορδά | χορδαί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χορδή < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵʰer- (ποθώ, λαχταρώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χορδή θηλυκό
- το έντερο
- η χορδή μουσικού οργάνου (η οποία συχνά ήταν ειδικά επεξεργασμένο τμήμα του εντέρου ενός ζώου)
- το λουκάνικο