χορηγημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χορηγημένος η χορηγημένη το χορηγημένο
      γενική του χορηγημένου της χορηγημένης του χορηγημένου
    αιτιατική τον χορηγημένο τη χορηγημένη το χορηγημένο
     κλητική χορηγημένε χορηγημένη χορηγημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χορηγημένοι οι χορηγημένες τα χορηγημένα
      γενική των χορηγημένων των χορηγημένων των χορηγημένων
    αιτιατική τους χορηγημένους τις χορηγημένες τα χορηγημένα
     κλητική χορηγημένοι χορηγημένες χορηγημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χορηγημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου χορηγώ

Μετοχή[επεξεργασία]

χορηγημένος, χορηγημένη, χορηγημένο

  1. που έχει χορηγηθεί, δοθεί, παρασχεθεί
  2. που έχει χρηματοδοτηθεί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]