χορηγώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χορηγῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χορηγώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χορηγῶ, συνηρημένος τύπoς του χορηγέω < χορηγός[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xo.ɾiˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χο‐ρη‐γώ
ομόηχο: χορηγό

Ρήμα[επεξεργασία]

χορηγώ, πρτ.: χορηγούσα, αόρ.: χορήγησα, παθ.φωνή: χορηγούμαι, π.αόρ.: χορηγήθηκα, μτχ.π.π.: χορηγημένος

  1. παρέχω κάτι χρήσιμο, ένα δικαίωμα, εκδίδω και παραδίδω στον άμεσα ενδιαφερόμενο ένα επίσημο έγγραφο (συχνά για κάτι που δίνεται υπό αίρεση ή με μια πινελιά χαριστικής κίνησης, κίνησης καλής προαίρεσης, όχι για κάτι απολύτως κεκτημένο,
    ο μισθός πληρώνεται, δε χορηγείται, ενώ το εφάπαξ του συνταξιούχου χορηγείται, η ταυτότητα Ελληνα πολίτη εκδίδεται, δε χορηγείται, αλλά η βίζα χορηγείται καθώς χορηγείται και το laissez-passer σε περίπτωση απώλειας του διαβατηρίου, τα δανεικά πληρώνονται ή εξοφλούνται, ενώ το δάνειο χορηγείται.
    Του χορηγήθηκε άδεια παραμονής, διαβατήριο, άδεια εργασίας, πιστοποιητικό, άδεια άνευ αποδοχών, άδεια μετ' αποδοχών κ.λπ.
    Αυτό το επίδομα δε χορηγείται πλέον
    Αυτό το πιστοποιητικό μπορεί να σας το χορηγήσει μόνο το υπουργείο Παιδείας
  2. γίνομαι χορηγός παρέχοντας χρήματα για την πραγματοποίηση εκδήλωσης, ή κάποιας δραστηριότητας [2]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. χορηγώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)