χορηγώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χορηγώ < αρχαία ελληνική χορηγέω / χορηγῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
χορηγώ (μεσοπαθητικό: χορηγούμαι)
- παρέχω κάτι χρήσιμο, ένα δικαίωμα, εκδίδω και παραδίδω στον άμεσα ενδιαφερόμενο ένα επίσημο έγγραφο (συχνά για κάτι που δίνεται υπό αίρεση ή με μια πινελιά χαριστικής κίνησης, κίνησης καλής προαίρεσης, όχι για κάτι απολύτως κεκτημένο, π.χ. ο μισθός πληρώνεται, δεν χορηγείται, ενώ το εφάπαξ του συνταξιούχου χορηγείται', η ταυτότητα Ελληνα πολίτη εκδίδεται, δεν χορηγείται, αλλά η βίζα χορηγείται καθώς χορηγείται και το laissez-passer σε περίπτωση απώλειας του διαβατηρίου, τα δανεικά πληρώνονται ή εξωφλούνται, ενώ το δάνειο χορηγείται)
- Του χορηγήθηκε άδεια παραμονής, διαβατήριο, άδεια εργασίας, πιστοποιητικό, άδεια άνευ αποδοχών, άδεια μετ' αποδοχών κ.λπ.
- Αυτό το επίδομα δεν χορηγείται πλέον
- Αυτό το πιστοποιητικό μπορεί να σας το χορηγήσει μόνο το υπουργείο Παιδείας
- δίνω χρήματα επισήμως (ως κράτος,οργανισμός, επιχείρηση, φορέας) για συγκεκριμένο σκοπό, συχνά με την έννοια ότι δεν οφείλω να τα παράσχω, αλλά το κάνω οικειοθελώς για τους δικούς μου λόγους, για κάτι από το οποίο φαινομενικά δεν έχω οικονομικό όφελος
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χορηγώ | χορηγούσα | θα χορηγώ | να χορηγώ | χορηγώντας | |
β' ενικ. | χορηγείς | χορηγούσες | θα χορηγείς | να χορηγείς | (χορήγει) | |
γ' ενικ. | χορηγεί | χορηγούσε | θα χορηγεί | να χορηγεί | ||
α' πληθ. | χορηγούμε | χορηγούσαμε | θα χορηγούμε | να χορηγούμε | ||
β' πληθ. | χορηγείτε | χορηγούσατε | θα χορηγείτε | να χορηγείτε | χορηγείτε | |
γ' πληθ. | χορηγούν(ε) | χορηγούσαν(ε) | θα χορηγούν(ε) | να χορηγούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χορήγησα | θα χορηγήσω | να χορηγήσω | χορηγήσει | ||
β' ενικ. | χορήγησες | θα χορηγήσεις | να χορηγήσεις | χορήγησε | ||
γ' ενικ. | χορήγησε | θα χορηγήσει | να χορηγήσει | |||
α' πληθ. | χορηγήσαμε | θα χορηγήσουμε | να χορηγήσουμε | |||
β' πληθ. | χορηγήσατε | θα χορηγήσετε | να χορηγήσετε | χορηγήστε | ||
γ' πληθ. | χορήγησαν χορηγήσαν(ε) |
θα χορηγήσουν(ε) | να χορηγήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χορηγήσει | είχα χορηγήσει | θα έχω χορηγήσει | να έχω χορηγήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χορηγήσει | είχες χορηγήσει | θα έχεις χορηγήσει | να έχεις χορηγήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χορηγήσει | είχε χορηγήσει | θα έχει χορηγήσει | να έχει χορηγήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χορηγήσει | είχαμε χορηγήσει | θα έχουμε χορηγήσει | να έχουμε χορηγήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χορηγήσει | είχατε χορηγήσει | θα έχετε χορηγήσει | να έχετε χορηγήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χορηγήσει | είχαν χορηγήσει | θα έχουν χορηγήσει | να έχουν χορηγήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χορηγούμαι | χορηγούμουν | θα χορηγούμαι | να χορηγούμαι | ||
β' ενικ. | χορηγείσαι | χορηγούσουν | θα χορηγείσαι | να χορηγείσαι | ||
γ' ενικ. | χορηγείται | χορηγούνταν | θα χορηγείται | να χορηγείται | ||
α' πληθ. | χορηγούμαστε | χορηγούμασταν χορηγούμαστε |
θα χορηγούμαστε | να χορηγούμαστε | ||
β' πληθ. | χορηγείστε | χορηγούσασταν χορηγούσαστε |
θα χορηγείστε | να χορηγείστε | χορηγείστε | |
γ' πληθ. | χορηγούνται | χορηγούνταν | θα χορηγούνται | να χορηγούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χορηγήθηκα | θα χορηγηθώ | να χορηγηθώ | χορηγηθεί | ||
β' ενικ. | χορηγήθηκες | θα χορηγηθείς | να χορηγηθείς | χορηγήσου | ||
γ' ενικ. | χορηγήθηκε | θα χορηγηθεί | να χορηγηθεί | |||
α' πληθ. | χορηγηθήκαμε | θα χορηγηθούμε | να χορηγηθούμε | |||
β' πληθ. | χορηγηθήκατε | θα χορηγηθείτε | να χορηγηθείτε | χορηγηθείτε | ||
γ' πληθ. | χορηγήθηκαν χορηγηθήκαν(ε) |
θα χορηγηθούν(ε) | να χορηγηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χορηγηθεί | είχα χορηγηθεί | θα έχω χορηγηθεί | να έχω χορηγηθεί | χορηγημένος | |
β' ενικ. | έχεις χορηγηθεί | είχες χορηγηθεί | θα έχεις χορηγηθεί | να έχεις χορηγηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χορηγηθεί | είχε χορηγηθεί | θα έχει χορηγηθεί | να έχει χορηγηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χορηγηθεί | είχαμε χορηγηθεί | θα έχουμε χορηγηθεί | να έχουμε χορηγηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χορηγηθεί | είχατε χορηγηθεί | θα έχετε χορηγηθεί | να έχετε χορηγηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χορηγηθεί | είχαν χορηγηθεί | θα έχουν χορηγηθεί | να έχουν χορηγηθεί |
- + την μετοχή χορηγούμενος π.χ. από τη δείνα εταιρεία, όταν δεν χρησιμοποιείται η περίφραση "με τη χορηγία τής..."