χορογραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χωρογραφέω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χορογραφώ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chorégraphier < αρχαία ελληνική χορός + γράφω

Ρήμα[επεξεργασία]

χορογραφώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]