χοροστατέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χοροστατέω < (χοροστάτης), αρχαία ελληνική χορός χορο- + -στατέω

Ρήμα[επεξεργασία]

χοροστατέω/ χοροστατῶ (ελληνιστική κοινή)

  1. είμαι αρχηγός σε χορό
  2. διδάσκω χορό

Πηγές[επεξεργασία]