χορταριασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χορταριασμένος < χορταριάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
χορταριασμένος
- που έχει γεμίσει χόρτα, παρατημένος ακαλλιέργητος, έρημος (για κήπο, περιβόλι, έκταση γης, αλλά και για οικοδομήματα που χορταριάζουν)
Συγγενικά[επεξεργασία]