χορτολιβαδικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χορτολιβαδικός η χορτολιβαδική το χορτολιβαδικό
      γενική του χορτολιβαδικού της χορτολιβαδικής του χορτολιβαδικού
    αιτιατική τον χορτολιβαδικό τη χορτολιβαδική το χορτολιβαδικό
     κλητική χορτολιβαδικέ χορτολιβαδική χορτολιβαδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χορτολιβαδικοί οι χορτολιβαδικές τα χορτολιβαδικά
      γενική των χορτολιβαδικών των χορτολιβαδικών των χορτολιβαδικών
    αιτιατική τους χορτολιβαδικούς τις χορτολιβαδικές τα χορτολιβαδικά
     κλητική χορτολιβαδικοί χορτολιβαδικές χορτολιβαδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χορτολιβαδικός < χόρτο + -ο- + λιβαδικός

Επίθετο[επεξεργασία]

χορτολιβαδικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]