χορτονομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χορτονομή < μεταγενέστερη ελληνική < χόρτος και νέμω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χορτονομή θηλυκό
- μοιράζω το χόρτο στα ζώα που εκτρέφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χορτονομή
|