χορτοπαγίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χορτοπαγίδα < χορτο- + παγίδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χορτοπαγίδα θηλυκό
- διάταξη που συγκρατεί φύλλα και χόρτα σε βιομηχανική επεξεργασία (πλύσιμο) τροφίμων
- ※ Στη συνέχεια τα τεύτλα οδηγούνται στο τμήμα πλύσης όπου περνώντας από σειρά μηχανημάτων (χορτοπαγίδες, λιθοπαγίδες, απολασπωτές κ.ά.) (Τεχνική και σχεδιασμός στις βιομηχανίες τροφίμων, ΕΜΠ, ανάκτηση 20/11/2021)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χορτοπαγίδα
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χορτο- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)