χορτοφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χορτοφαγία < χορτο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χορτοφαγία θηλυκό
- η διατροφή αποκλειστικά με τρόφιμα μη ζωικής προέλευσης
- ※ Δεκαετίες πριν τους βίγκαν και τις χορτοφαγίες το θρυλικό ζαχαροπλαστείο Βλάστη, στην πλατεία Αγίας Σοφίας πρόσφερε γεύσεις για όσους δεν αγαπούσαν το κρέας.
- «Μυθικά μαγαζιά που δεν υπάρχουν πια …», parallaximag.gr (16 Ιανουαρίου 2023)· πρόσβαση: 2023-07-27.
- ※ Δεκαετίες πριν τους βίγκαν και τις χορτοφαγίες το θρυλικό ζαχαροπλαστείο Βλάστη, στην πλατεία Αγίας Σοφίας πρόσφερε γεύσεις για όσους δεν αγαπούσαν το κρέας.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χορτοφαγία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χορτο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φαγία (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)