χορτόπιτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χορτόπιτα | οι | χορτόπιτες |
γενική | της | χορτόπιτας | — | |
αιτιατική | τη | χορτόπιτα | τις | χορτόπιτες |
κλητική | χορτόπιτα | χορτόπιτες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χορτόπιτα θηλυκό
- (γαστρονομία) η πίτα με χόρτα, άλλοτε συνώνυμο της σπανακόπιτας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χορτόπιτα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χορτό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'πίτα' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)