χορωδιακό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χορωδιακό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χορωδιακός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χορωδιακό ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
χορωδιακό
- αιτιατική ενικού του χορωδιακός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του χορωδιακός