χορωδιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χορωδιακός < χορωδία + -ακός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική choral)
Επίθετο[επεξεργασία]
χορωδιακός
χορωδιακός