χορόνδε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χορόνδε < χορός και επίθημα -δε

Επίρρημα[επεξεργασία]

χορόνδε-ίτιδος θηλυκό

  • προς τον χορό, με κατεύθυνση προς αυτόν