χοσμέτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χοσμέτι | τα | χοσμέτια |
γενική | του | χοσμετιού | των | χοσμετιών |
αιτιατική | το | χοσμέτι | τα | χοσμέτια |
κλητική | χοσμέτι | χοσμέτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χοσμέτι < χισμέτι με τροπή άρθρωσης [i] > [o]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χοσμέτι ουδέτερο
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) άλλη μορφή του χουσμέτι → δείτε τη λέξη χισμέτι
- ※ Σε ολίγον καιρόν γράφει ο αδελφός του αφέντη μου από τα Γιάννενα ότι θέλει ένα παιδί να του κάνη χοσμέτι. Μ’ έστειλαν εμένα, τα 1811. (Απομνημονεύματα, Ιωάννης Μακρυγιάννης, κεφ. A1)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χοσμέτι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα 19ου αιώνα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)