χουβαρντάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χουβαρντάς οι χουβαρντάδες
      γενική του χουβαρντά των χουβαρντάδων
    αιτιατική τον χουβαρντά τους χουβαρντάδες
     κλητική χουβαρντά χουβαρντάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χουβαρντάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική hovarda (σπάταλος) < περσική خورده (khwārdā, φαγωμένος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χουβαρντάς αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]