Μετάβαση στο περιεχόμενο

χουβαρντού

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χουβαρντού οι χουβαρντούδες
      γενική της χουβαρντούς των χουβαρντούδων
    αιτιατική τη χουβαρντού τις χουβαρντούδες
     κλητική χουβαρντού χουβαρντούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χουβαρντού < χουβαρντ(άς + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xu.vaɾˈdu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χουβαρντού

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χουβαρντού θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χουβαρντάς