χουβαρντού
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χουβαρντού < χουβαρντ(άς + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xu.vaɾˈdu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χου‐βαρ‐ντού
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χουβαρντού θηλυκό
- θηλυκό του χουβαρντάς
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χουβαρντάς
χουβαρντού
|