χουζουρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χουζουρεύω < χουζούρ(ι) + -εύω < τουρκική huzur + -ούρι < αραβική حضور (ḥuḍūr)

Ρήμα[επεξεργασία]

χουζουρεύω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]