χουζούρης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χουζούρης < χουζούρ(ι) + -ης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χουζούρης αρσενικό
- αυτός που του αρέσει ή έχει τώρα διάθεση για χουζούρεμα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη χουζούρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χουζούρης
|
|