χουρμάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χουρμάς | οι | χουρμάδες |
γενική | του | χουρμά | των | χουρμάδων |
αιτιατική | τον | χουρμά | τους | χουρμάδες |
κλητική | χουρμά | χουρμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χουρμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική hurma < περσική خرما (xurmā)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χουρμάς αρσενικό
- (φρούτο) ο γλυκός καρπός της χουρμαδιάς, η οποία φέρει το επιστημονικό όνομα «φοίνικας ο δακτυλοφόρος» (Phoenix dactylifera) λόγω του σχήματος των καρπών της
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- (λόγιο) φοινικοβάλανος
- δάκτυλος, απ' όπου προέρχονται οι δυτικοευρωπαϊκές λέξεις για το χουρμά (date, dátil, datte κ.λπ.)
- (επτανησιακό ιδίωμα) τάταλο
- (κυπριακά) φοινίκι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
χουρμάς στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φρούτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)