χρήζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χρίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρήζω < αρχαία ελληνική χρῄζω

Ρήμα[επεξεργασία]

χρήζω

  1. (λόγιο) έχω ανάγκη από κάτι (συντάσσεται με γενική)
    • το θέμα χρήζει ανάλυσης
    • το κείμενο χρήζει σχολιασμού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]