χρήζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρήζω < αρχαία ελληνική χρῄζω
Ρήμα[επεξεργασία]
χρήζω
- (λόγιο) έχω ανάγκη από κάτι (συντάσσεται με γενική)
- το θέμα χρήζει ανάλυσης
- το κείμενο χρήζει σχολιασμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρήζω