χρήμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χρήμα | τα | χρήματα |
γενική | του | χρήματος | των | χρημάτων |
αιτιατική | το | χρήμα | τα | χρήματα |
κλητική | χρήμα | χρήματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρήμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρῆμα < ρήμα χρή (πρέπει, είναι ανάγκη)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈxɾi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρή‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρήμα ουδέτερο
- (οικονομία) κάποιο αγαθό που είναι μέσο συναλλαγής και πληρωμής
- ↪ ρευστό χρήμα νομίσματα όπως σε κέρματα ή χαρτονομίσματα
- ↪ λογιστικό χρήμα σε επιταγές ή βιβλιάρια καταθέσεων
- ↪ Το χρήμα δε φέρνει την ευτυχία,
- κάποια ποσότητα χρημάτων → δείτε και τον πληθυντικό χρήματα
- (γενικότερα) η περιουσία
- ↪ Έχει πολύ χρήμα, χρήμα με ουρά! (μεγάλη περιουσία)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Παροιμίες[επεξεργασία]
- ο χρόνος είναι χρήμα
- πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος (με την αρχαία σημασία του χρῆμα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- παραχρήμα
- χρηματαγορά
- χρηματιστηριακός
- χρηματιστής
- χρηματόγραφο
- χρηματοδοσία
- χρηματοδότηση
- χρηματοδοτώ
- χρηματόδεμα
- χρηματοκομιστής
- χρηματοκρατία
- χρηματολάτρης
- χρηματολογία
- χρηματολογικός
- χρηματοσυλλογή
- χρηματαποστολή
- χρηματολαγνεία
- χρηματομεσίτης
- χρηματοοικονομικός
- χρηματισμός
- χρηματοφυλάκιο
- χρηματοδοτικός
- χρηματοκιβώτιο
- χρηματοπιστωτικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρήμα
Πηγές[επεξεργασία]
- χρήμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χρήμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)