χρήμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χρήμα | τα | χρήματα |
γενική | του | χρήματος | των | χρημάτων |
αιτιατική | το | χρήμα | τα | χρήματα |
κλητική | χρήμα | χρήματα | ||
όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρήμα < αρχαία ελληνική χρῆμα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρήμα ουδέτερο
- μέσο συναλλαγής και πληρωμής
- τα χρήματα δεν φέρνουν την ευτυχία
- η περιουσία
- έχει πολύ χρήμα (μεγάλη περιουσία)
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος
- μερικοί άνθρωποι είναι τόσο φτωχοί, που η μοναδική περιουσία τους είναι τα χρήματά τους