χρήμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χρῆμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρήμα τα χρήματα
      γενική του χρήματος των χρημάτων
    αιτιατική το χρήμα τα χρήματα
     κλητική χρήμα χρήματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρήμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρῆμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈxɾi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρή‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρήμα ουδέτερο

  1. (οικονομία) μέσο συναλλαγής και πληρωμής
    το χρήμα δε φέρνουν την ευτυχία
    → δείτε και τον πληθυντικό χρήματα
  2. η περιουσία
    έχει πολύ χρήμα, χρήμα με ουρά! (μεγάλη περιουσία)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]