χρίμπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρίμπτω < μορφή του χρίω

Ρήμα[επεξεργασία]

χρίμπτω

  1. αγγίζω, ψαχουλεύω
  2. προκαλώ μικρά τραύματα
  3. φέρνω κοντά
  4. έρχομαι, πλησιάζω, κατευθύνομαι προς