χρίση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρίση οι χρίσεις
      γενική της χρίσης* των χρίσεων
    αιτιατική τη χρίση τις χρίσεις
     κλητική χρίση χρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρίσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρίση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρῖσις[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈxɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρί‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρίση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χρίζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]