χρίσμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χρῖσμα, χρήσιμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρίσμα τα χρίσματα
      γενική του χρίσματος των χρισμάτων
    αιτιατική το χρίσμα τα χρίσματα
     κλητική χρίσμα χρίσματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρίσμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρῖσμα (αρχαία σημασία: αλοιφή) < χρίω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈxɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρί‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρίσμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη χρίω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]