χραισμέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χραισμέω < χράω
Ρήμα[επεξεργασία]
χραισμέω
- αποκρούω, αποσοβώ κίνδυνο
- υπερασπίζομαι κάποιον, βοηθώ, ωφελώ
χραισμέω < χράω
χραισμέω