χρειώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρειώ < χρέος ή χρεία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρειώ-οῦς θηλυκό ( & χρεώ )

  1. έλλειψη, μεγάλη ανάγκη
  2. πόθος