χρεωλυτικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρεωλυτικώς < χρεολυτικός + -ώς
Επίρρημα[επεξεργασία]
χρεωλυτικώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρεωλυτικώς
|
χρεωλυτικώς
|