χρεώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρεώ < χρέος ή χρεία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρεώ θηλυκό

  • άλλη μορφή της λέξης χρειώ (ανάγκη, πόθος)