χρηματίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρηματίζομαι < αρχαία ελληνική χρηματίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος χρηματίζω < χρῆμα < χράομαι / χρῶμαι < χρή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xɾi.maˈti.zo.me/

Ρήμα[επεξεργασία]

χρηματίζομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρηματίζομαι < μέση και παθητική φωνή του χρηματίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

χρηματίζομαι

  1. παθητική φωνή: παίρνω απάντηση ή προειδοποίηση
  2. μέση φωνή: εμπορεύομαι, έχω δοσοληψίες, κερδίζω χρήματα
  3. και → δείτε τη λέξη χρηματίζω