χρηματιστήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρηματιστήριο τα χρηματιστήρια
      γενική του χρηματιστηρίου
χρηματιστήριου
των χρηματιστηρίων
    αιτιατική το χρηματιστήριο τα χρηματιστήρια
     κλητική χρηματιστήριο χρηματιστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρηματιστήριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρηματιστήριον[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xɾi.ma.tiˈsti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρη‐μα‐τι‐στή‐ρι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρηματιστήριο ουδέτερο

  1. (οικονομία) το ίδρυμα στο οποίο πραγματοποιούνται συναλλαγές κινητών αξιών, τροφίμων και αγαθών
    ※ Εικόνα συντριβής παρουσιάζει το Χρηματιστήριο με τη συμπλήρωση οκτώ ετών ύφεσης (2009-2016). (Ανέστης Ντόκας, Στο 70,7% οι απώλειες του Χρηματιστηρίου Αθηνών στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, εφημερίδα Καθημερινή, 10 Απριλίου 2017)
  2. το σύνολο των συναλλαγών που πραγματοποιούνται στο παραπάνω ίδρυμα
    ※ Με επιφυλακτικότητα κινείται σήμερα το χρηματιστήριο μετά τη διήμερη άνοδο, τη στιγμή που τα μηνύματα από τις διεθνείς αγορές είναι ευνοϊκά. (Ελευθερία Κούρταλη, Επιφυλακτικές κινήσεις στο Χρηματιστήριο μετά τη διήμερη άνοδο, capital.gr, 6 Αυγούστου 2020)
  3. το κτίριο όπου στεγάζεται το παραπάνω ίδρυμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη χρήμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]