χρηματιστηριακός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρηματιστηριακός < χρηματιστήριο + -ακός
Επίθετο
[επεξεργασία]χρηματιστηριακός -ή -ό
- που έχει σχέση με το χρηματιστήριο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- χρηματιστηριακά
- χρηματιστηριακώς
- → δείτε τις λέξεις χρηματιστής και χρήμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- χρηματιστηριακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χρηματιστηριακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χρηματιστηριακός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)