χρηματοφθορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χρηματοφθορικός < χρῆμα και φθείρω
Επίθετο[επεξεργασία]
χρηματοφθορικός, ή, όν
- εκείνος που έχει ταλέντο στο να σπαταλά χρήματα, ο τρυπιοχέρης