χρησάμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρησάμενος η χρησάμενη το χρησάμενο
      γενική του χρησάμενου της χρησάμενης του χρησάμενου
    αιτιατική τον χρησάμενο τη χρησάμενη το χρησάμενο
     κλητική χρησάμενε χρησάμενη χρησάμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρησάμενοι οι χρησάμενες τα χρησάμενα
      γενική των χρησάμενων των χρησάμενων των χρησάμενων
    αιτιατική τους χρησάμενους τις χρησάμενες τα χρησάμενα
     κλητική χρησάμενοι χρησάμενες χρησάμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρησάμενος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή[επεξεργασία]

χρησάμενος, -η, -ο

  • πρόκειται για το άτομο ο οποίος λαμβάνει δανειακά ένα αντικείμενο να το καρπωθεί χωρίς αντάλλαγμα, αλλά υποχρεούται να αποδώσει το πράγμα μετά τη λήξη της σύμβασης.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]