χρησίμως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρησίμως < χρήσιμ(ος) + -ως
Επίρρημα[επεξεργασία]
χρησίμως
- χρήσιμα
- τὰ χρησίμως λεγόμενα (Πλούταρχος Plu. 2.36d.)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- και στην καθαρεύουσα