χρησιμοθηρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρησιμοθηρία < χρήσιμος + -θηρία < θήρα και αρχαία ελληνική θηράω-ῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρησιμοθηρία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρησιμοθηρία
|