χρησιμοθηρικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χρησιμοθηρικά < χρησιμοθηρικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
χρησιμοθηρικά
- κατά τρόπο χρησιμοθηρικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρησιμοθηρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
χρησιμοθηρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χρησιμοθηρικό