χρησιμοθηρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρησιμοθηρικός η χρησιμοθηρική το χρησιμοθηρικό
      γενική του χρησιμοθηρικού της χρησιμοθηρικής του χρησιμοθηρικού
    αιτιατική τον χρησιμοθηρικό τη χρησιμοθηρική το χρησιμοθηρικό
     κλητική χρησιμοθηρικέ χρησιμοθηρική χρησιμοθηρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρησιμοθηρικοί οι χρησιμοθηρικές τα χρησιμοθηρικά
      γενική των χρησιμοθηρικών των χρησιμοθηρικών των χρησιμοθηρικών
    αιτιατική τους χρησιμοθηρικούς τις χρησιμοθηρικές τα χρησιμοθηρικά
     κλητική χρησιμοθηρικοί χρησιμοθηρικές χρησιμοθηρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρησιμοθηρικός < χρησιμοθηρία + -ικός < χρήσιμος + θήρα / θηράω-ῶ

Επίθετο[επεξεργασία]

χρησιμοθηρικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]