χρησιμοθηρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρησιμοθηρικός < χρησιμοθηρία + -ικός < χρήσιμος + θήρα / θηράω-ῶ
Επίθετο[επεξεργασία]
χρησιμοθηρικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη χρησιμοθηρία, που επιδιώκει μόνο το χρήσιμο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρησιμοθηρικός
|