χρησμολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρησμολόγος < αρχαία ελληνική χρησμολόγος < χρησμός + λέγω
Επίθετο[επεξεργασία]
χρησμολόγος
- ο χρησμοδότης
- που συγκεντρώνει χρησμούς σε συλλογή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρησμολόγος
|