χρηστηριάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρηστηριάζομαι < χρηστήριον + -άζομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

χρηστηριάζομαι (το ενεργ. χρηστηριάζω της μεταγενέστερης ελληνικής)