χρηστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρηστικός < αρχαία ελληνική χρηστικός < χράομαι ή χρή + τικός με δυσερμήνευτο -σ- (ο χρήσιμος, ο ωφέλιμος)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xɾi.stiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /xɾi.stiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /xɾi.stiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]χρηστικός, ή, -ο
- που είναι κατάλληλος για χρήση
- που μπορεί εύκολα να χρησιμοποιηθεί σε καθημερινή βάση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρηστικός
|