χρηστώνυμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρηστώνυμο < χρήστης + -ώνυμο (< ελληνιστική κοινή -ώνυμον, ουδέτερο του -ώνυμος < αρχαία ελληνική ὄνομα) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική username)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρηστώνυμο ουδέτερο
- (νεολογισμός) (πληροφορική) η ονομασία που χρησιμοποιεί κάποιος χρήστης, για να εισέλθει σε κάποιο υπολογιστικό σύστημα ή κάποιο ιστότοπο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρηστώνυμο