Μετάβαση στο περιεχόμενο

χροιά

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χροιά οι χροιές
      γενική της χροιάς των χροιών
    αιτιατική τη χροιά τις χροιές
     κλητική χροιά χροιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χροιά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χροιά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xɾiˈa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χροιά
τονικό παρώνυμο: χρεία
παρώνυμο: γριά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χροιά θηλυκό

  1. η απόχρωση (για χρώματα, αντικείμενα)
  2. το ηχόχρωμα, το χαρακτηριστικό ενός ήχου
  3. (μεταφορικά) η νοηματική ή συναισθηματική ή άλλη απόχρωση, τόνος
      το νέο μυθιστόρημά του έχει και μια πολιτική χροιά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χροιᾱ́ αἱ χροιαί
      γενική τῆς χροιᾶς τῶν χροιῶν
      δοτική τῇ χροι ταῖς χροιαῖς
    αιτιατική τὴν χροιᾱ́ν τὰς χροιᾱ́ς
     κλητική ! χροιᾱ́ χροιαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χροιᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  χροιαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

χροιά < χρώς  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χροιά θηλυκό

  1. η επιφάνεια του ανθρώπινου σώματος, το δέρμα
     δείτε παράθεμα στο χροιή ιωνικός τύπος
  2. το χρώμα του δέρματος
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 457
    λευκὴν δὲ χροιὰν ἐκ παρασκευῆς ἔχεις,
    Το δέρμα σου το κρατάς λευκό, το φροντίζεις.
    Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greeklanguage.gr
  3. (μεταφορικά) η επιφανειακή, επιδερμική άποψη των πραγμάτων
  4. το χρώμα γενικά
  5. (μουσική) λεπτή διαφορά στη μουσική κλίμακα, μικροδιαφορά στoν τόνο της μελωδίας

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]