χρονάκια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα χρονάκια
      γενική
    αιτιατική τα χρονάκια
     κλητική χρονάκια
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρονάκια < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xɾoˈna.ca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρο‐νά‐κια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρονάκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (χαϊδευτικό) αρκετά ή πολλά χρόνια (έτη)
    θέλω δυο χρονάκια ακόμα για να τελειώσω το πανεπιστήμιο
    Μην τον νομίζεις νεαρό. Τα έχει τα χρονάκια του.

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • συνήθως στη φράση «τα έχω τα χρονάκια μου»

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χρόνος