χρονίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρονίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρονίως. Συγχρονικά αναλύεται σε χρόνι(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

χρονίως

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρονίως < χρόνι(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

χρονίως, συγκριτικός:χρονιωτέρως/χρονιώτερον)

  1. διαρκώντας χρόνια, μακροχρόνια, χρονίως
  2. μετά από πολλά χρόνια, καθυστερημένα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]