χρονογραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρονογραφώ < ελληνιστική κοινή χρονογραφέω / χρονογραφῶ[1] < χρονογράφος < αρχαία ελληνική χρόνος + γράφω

Ρήμα[επεξεργασία]

χρονογραφώ

  1. γράφω χρονογραφία
  2. γράφω χρονογράφημα

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]