χρονοδρομολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρονοδρομολόγηση | οι | χρονοδρομολογήσεις |
γενική | της | χρονοδρομολόγησης* | των | χρονοδρομολογήσεων |
αιτιατική | τη | χρονοδρομολόγηση | τις | χρονοδρομολογήσεις |
κλητική | χρονοδρομολόγηση | χρονοδρομολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρονοδρομολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρονοδρομολόγηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρονοδρομολόγηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρονοδρομολόγηση