χρονοεπίδομα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρονοεπίδομα ουδέτερο
- επίδομα που προστίθεται στο μισθό με βάση τα χρόνια προϋπηρεσίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρονοεπίδομα
|