χρονοεπίδομα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρονοεπίδομα τα χρονοεπιδόματα
      γενική του χρονοεπιδόματος των χρονοεπιδομάτων
    αιτιατική το χρονοεπίδομα τα χρονοεπιδόματα
     κλητική χρονοεπίδομα χρονοεπιδόματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρονοεπίδομα < χρονο- + επίδομα (από την έννοια "επίδομα χρόνου υπηρεσίας")

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρονοεπίδομα ουδέτερο

  • επίδομα που προστίθεται στο μισθό με βάση τα χρόνια προϋπηρεσίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]