χρονοκαθυστέρηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρονοκαθυστέρηση οι χρονοκαθυστερήσεις
      γενική της χρονοκαθυστέρησης των χρονοκαθυστερήσεων
    αιτιατική τη χρονοκαθυστέρηση τις χρονοκαθυστερήσεις
     κλητική χρονοκαθυστέρηση χρονοκαθυστερήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρονοκαθυστέρηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρονοκαθυστέρηση θηλυκό

  1. φυσική αδράνεια, συστημική αδράνεια
  2. τεχνητή - επιβεβλημένη αδράνεια ασφαλείας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]