χρονολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρονολογώ < (αναδρομικός σχηματισμός) από τη λέξη χρονολογία + -ώ
Ρήμα[επεξεργασία]
χρονολογώ, πρτ.: χρονολογούσα, στ.μέλλ.: θα χρονολογήσω, αόρ.: χρονολόγησα, παθ.φωνή: χρονολογούμαι, μτχ.π.π.: χρονολογημένος
- προσδιορίζω τον χρόνο κατά τον οποίο συνέβη ένα γεγονός ή κατασκευάστηκε ένα αντικείμενο
[επεξεργασία]
- μεταχρονολογώ
- προχρονολογώ
- → δείτε τη λέξη χρονολογία
- και → δείτε τα συγγενικά στη λέξη χρόνος